Ρεαλισμός, πίστη και το αδύνατο της ουτοπίας;

…γράφει η Μαρία Γραμμένου

«Ουσία κάθε επικοινωνίας και κοινωνικής πρακτικής δεν είναι παρά η ουτοπία.» [1] Με αυτήν την φράση ο Laclau θέτει σε ενεργή συσχέτιση την φαντασίωση με την ιδεολογία και την επιθυμία και ως εκ τούτου, μέσω ενός περίπλοκου συλλογισμού, την καθιστά καταστατικό του κοινωνικού. Ο Laclau, παρά την πρωτοτυπία του επιχειρήματος, δεν ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τις διαστάσεις αυτές στην θέαση της ουτοπίας. Ουτοπία και φαντασίωση επιτελούν από κοινού ένα διπλό έργο: έχουν την δυνατότητα να καλλιεργήσουν εκ νέου το παρελθόν και να σχεδιάσουν το μέλλον. 

Ο Karl Manheim στο έργο του Ideology and Utopia προσπάθησε να εργαστεί αναδεικνύοντας ως πυρήνα του ουτοπικού συλλογισμού τον ανατρεπτικό χαρακτήρα και ορίζοντας την ουτοπία ως κατάσταση πνεύματος της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι το ασυμβίβαστο με το πραγματικό και η συγκεκριμένη στοχοθεσία να συντρίψει είτε εν μέρει είτε εν όλω την επικρατούσα τάξη πραγμάτων. Προσπαθώντας να βρει την σχέση μεταξύ ουτοπίας και ιδεολογίας, αναφέρει: «Οι ουτοπίες επίσης υπερβαίνουν την κοινωνική κατάσταση, καθότι και αυτές επίσης προσανατολίζουν την συμπεριφορά σε στοιχεία που η κατάσταση, στο μέτρο που μπορεί να διαπιστωθεί εκείνη την στιγμή, δεν περικλείει. Αλλά δεν είναι ιδεολογίες, ήτοι δεν είναι ιδεολογίες στον βαθμό και κατά το μέτρο που επιτυγχάνουν μέσω αντί-δρασης την μετατροπή της υφιστάμενης ιστορικής πραγματικότητας σε μία περισσότερο σύμφωνη προς τις δικές τους αντιλήψεις» [2] Με τον τρόπο αυτό εδραιώνουμε την ουτοπία ως φιλοσοφική έννοια σε έννοια της πολιτικής φιλοσοφίας. 
Ο Ernst Bloch επίσης προσπάθησε να αναδείξει την φαντασιακή διάσταση. Για τον ίδιο η ουτοπική σύλληψη της πραγματικότητας αποτελεί ένα οντολογικό στοιχείο της φιλοσοφίας (την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει ως οντολογία του μη-είναι-ακόμα) καθότι αυτή (η ουτοπική σύλληψη) είναι εγγεγραμμένη στην αρχετυπική συνείδηση του ατόμου. Η θέση αυτή εκπορεύεται εν πολλοίς από την φιλοσοφική του θέση για αναντιστοιχία της ανθρώπινης ουσίας και της ανθρώπινης ύπαρξης στην ιστορική πραγματικότητα που τείνουν να ενωθούν στο μέλλον. «Η κοινωνική ουτοπία γεννιέται σχεδόν πάντοτε από την αντίδραση σ’ αυτήν την αδράνεια, από την άρνηση αυτού του είδους της συνήθειας, η οποία […] είναι κατά το ήμισυ υπεύθυνη για το θάνατο της φαντασίας στο πεδίο της ηθικής και ολοκληρωτικά υπεύθυνη για την ηλιθιότητα στο πεδίο της πολιτικής.» [3]
Ο Engels φαίνεται να είχε την αντίληψη ότι οι ουτοπίες ανήκουν στον χώρο του φανταστικού και μαζί με τον Marx προσπάθησαν να μεταβούν από τις προϋπάρχουσες ουτοπικές συλλήψεις σε κάτι που οι ίδιοι αποκάλεσαν επιστήμη. Τα στοιχεία που θεωρούμε πιο σημαντικό από την μαρξιστική θεώρηση για την παρούσα ανάλυση και θα θέλαμε να κρατήσουμε είναι: πρώτον, η βαρύνουσα σημασία της πίστης στην εδραίωση τόσο του καπιταλισμού όσο και της αταξικής κοινωνίας (θα αναφερθούμε παρακάτω) και δεύτερον, η δεσπόζουσα θέση της επιθυμίας σε αυτήν την αταξική κοινωνία. Συνδυάζοντας Ricardo και Hegel κατάφεραν να παρουσιάσουν μία ενεργή ουτοπία στην οποία ο απώτερος στόχος είναι η επιθυμητική παραγωγή. Έτσι, το βασικότερο στοιχείο στην μαρξιστική ουτοπία είναι η υπέρβαση της αναγκαιότητας της εργασίας και ακόμη περισσότερο η ικανοποίηση όλο και περιπλοκότερων επιθυμιών οι οποίες ξεπερνούν τις βασικές βιοτικές ανάγκες. 
Η μαρξιστική ουτοπία έρχεται ως λογικό επόμενο της επίλυσης των αντιφάσεων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, το αποτέλεσμα της εναρμόνισης ουσίας και ύπαρξης. «Ο μαρξισμός κρίνει το παρόν από την οπτική γωνία του μέλλοντος, αποτελεί μια ενότητα ελπίδας και γνώσης της διαδικασίας που γεννά την ουτοπία, τον ρεαλισμό μιας πραγματικότητας, έτσι όπως αυτή μπορεί να προκύψει από τις αντιθέσεις του παρόντος.»[4] Η αντίθεση φτάνει στο αποκορύφωμά  της στα πλαίσια του καπιταλισμού και καθιστά τον ουτοπικό στοχασμό παράγοντα ικανό να νοηματοδοτήσει τον ταξικό ανταγωνισμό. 
Για τον Μαρξ η δυστοπική καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε στηρίζει σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξή της στον φετιχισμό του εμπορεύματος, στην πραγμοποίηση. «Σε μια κοινωνία όπου τα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας λαμβάνουν τη μορφή εμπορευμάτων, οι κρίσιμες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων παίρνουν τη μορφή σχέσεων μεταξύ πραγμάτων, μεταξύ εμπορευμάτων.» [5] Εδώ ανακαλύπτουμε μία διαφορετική ανάγνωση από την κλασική, οικονομίστικη. Δεν το ξέρουν, μας λέει ο Μαρξ αναφερόμενος σε αυτήν την συμπεριφορά, αλλά το κάνουν. Όμως, όπως προσπαθεί να αποδείξει ο Žižek εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό επιχείρημα περί ψευδούς ιδεολογίας. Η ιδεολογία εντοπίζεται περισσότερο απ’ όλα στο επίπεδο της πράξης. Μέσα από μία λακανική ανάγνωση προσπαθεί να αναδείξει την αντικειμενικότητα της πίστης. Η πίστη δεν είναι πλέον κάτι το εξωτερικό που έρχεται σε αντίθεση με την εσωτερικότητα της γνώσης. «Ριζικά εξωτερική, ενσαρκωμένη στην πρακτική, πραγματική ενέργεια των ανθρώπων είναι μάλλον η πίστη.» [6] Αν προσπαθήσουμε να μεταβιβάσουμε αυτή τη σκέψη στο κοινωνικό πεδίο, θα δούμε ότι «η πίστη μακράν του να αποτελεί μια μύχια, καθαρά νοητική κατάσταση, πάντοτε υλοποιείται στην πραγματική κοινωνική δραστηριότητά μας: η πίστη υποστηρίζει τη φαντασίωση που ρυθμίζει την κοινωνική πραγματικότητα.» [7] Με αυτόν τον τρόπο η ιδεολογία καθίσταται διαμορφωτικός πλέον παράγοντας του κοινωνικού και το υποκείμενο λαμβάνει και το ίδιο την ευθύνη της υπακοής ή ανυπακοής του στην ιστορική πραγματικότητα. «Η εξωτερική υπακοή στο Νόμο δεν συνιστά λοιπόν υποταγή σε εξωτερική πίεση, στη αποκαλούμενη μη ιδεολογική «ωμή βία», αλλά υπακοή στην Εντολή στον βαθμό που είναι «ακατανόητη», που δεν κατανοείται, στον βαθμό που διατηρεί τον «τραυματικό», «ανορθολογικό» χαρακτήρα της.» [8] 
Η συγκεκριμένη προσέγγιση σίγουρα μας δίνει μία διαφορετική οπτική γωνία από τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες για την έννοια της ιδεολογίας δίνοντας περισσότερο βάρος στο υποκείμενο. Η παλαιότερη αλτουσεριανή προσέγγιση θα έδινε περισσότερο βάρος στο επικοδόμημα, ενώ η κλασική μαρξιστική στη βάση. Το βεβαιότερο είναι ότι η διάκριση μεταξύ βάσης και επικοδομήματος καταρρέει. Οποιοδήποτε πεδίο διατηρεί το δυστοπικό παρόν και οποιοδήποτε πεδίο καλείται να ηγεμονεύσει στο ουτοππικό μέλλον, «σήμερα τείνουμε να δεχτούμε την απεραντοσύνη του κοινωνικού (infinitude of the social), δηλαδή το γεγονός ότι κάθε δομικό σύστημα είναι περιορισμένο, πάντοτε περιτριγυρισμένο από ένα νοηματικό περίσσευμα (excess of meaning) που αδυνατεί να τιθασεύσει». [9] Όχι με την έννοια ότι η ουτοπία είναι κάτι αδύνατο, αλλά ως η συνθήκη που θα καταστήσει δυνατή ακριβώς την ίδια την ουτοπική σκέψη για να καλλιεργήσουμε εκ νέου το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον.




[1] Laclau, Ernesto, Για την επανάσταση της εποχής μας, Νήσος, Αθήνα, 1997, σελ.: 182.
[2] Manheim, Karl, Ideology and Utopia, An introduction to the Sociology of knowledge,       Routhledge, London, 1957, σελ.: 177. 
[3] Bloch, Ernst, Le principe Esperance, Gallimard, τομ. 2, σελ.: 53, όπως φαίνεται στο: Ρούσης, Γιώργος, Ο λόγος στην ουτοπία, Γκοβόστη, Αθήνα, σελ.: 312.
[4] Ρούσης, Γιώργος, Ο λόγος στην ουτοπία, Γκοβόστη, Αθήνα, σελ.: 312.
[5] Žižek, Slavoj, Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Scripta, Αθήνα, 2006, σελ.: 73.
[6] ό.π., σελ.: 74.
[7] ό.π., σελ.: 76.
[8] ό.π., σελ.: 79.
[9] ] Laclau, Ernesto, ό.π., σελ.: 179.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου