Το παράδοξο της Ουτοπίας

     
…γράφει ο Νίκος Βράντσης
    


Ο René Magritte στο έργο του «Η προδοσία των εικόνων», παρουσιάζει μία καπνιστή πίπα σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού εμπορίας καπνού. Ακριβώς από κάτω γράφει «Ceci n'est pas une pipe» («Αυτό δεν είναι μια πίπα»). Μοιάζει οξύμωρο. Δεν είναι. Είναι μια υπόνοια που αφήνει ο
Magritte.  Την υπόνοια πως στην κυριολεκτική αυτή αναπαράσταση υπάρχει κάτι μη αναπαραστήσιμο. Κάτι άφατο και ασύλληπτο. Κάτι που παραμένει αφανές, που αδυνατεί να αναπαρασταθεί από την εικόνα, αδυνατεί να συμβολοποιηθεί πλήρως, ενώ οι λέξεις απλώς διατυπώνουν την παραδοχή της αδυναμίας τους να συλλάβουν την πληρότητα του Πραγματικού.    

Στις ουτοπίες που εξετάζουμε σε αυτό το ντοκιμαντέρ ο πίνακας του
Magritte δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Και αν υπήρχε σίγουρα θα έγραφε. « Cest une pipe ». Οι Ουτοπίες που εξετάζουμε έχουν μια συγκεκριμένη μορφή. Είναι ένας κόσμος κλειστών, αυτοαναφορικών ηθικών συστημάτων. Τόποι δήθεν τέλειοι, εύτακτοι και πειθαρχημένοι κατοικήσιμοι από τέλεια όντα, όπου η Αλήθεια έχει βρεθεί. Η Αρμονία (όπως μας λέει στο ομώνυμο έργο του ο Φουριέ) είναι ο θεμέλιος λίθος αυτής της κοινωνίας που έχει επιτύχει τον σκοπό της. Έχει φτάσει στο τέλος της καθώς έχει αγγίξει τον σκοπό της.            


Τι θα μπορούσε να κάνει λοιπόν ένας πίνακας του Magritte σε αυτή την Ουτοπία; Τι ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει η τέχνη στην ουτοπία; Η ίδια η τέχνη στον κόσμο μας δεν είναι μια φυγή, ένα παράθυρο που μας επιτρέπει τον απεγκλωβισμό από την κοινωνική πραγματικότητα του παρόντος; Δεν είναι ένα όνειρο που μας οδηγεί εκεί που θα θέλαμε να είμαστε, που μας επιτρέπει να φύγουμε από το εδώ που δεν επιθυμούμε να βρισκόμαστε; Που δείχνει τα κακώς κείμενα του παρόντος και επιτρέπει στην αμφιβολία να ανθίσει; Τι λοιπόν θα μπορούσε να κάνει η τέχνη στην ουτοπία πέρα από το να την αναπαραστήσει; Το τέλειο δεν μπορεί να γίνει τελειότερο, δεν μπορεί να γίνει αρμονικότερο, και φυσικά θα ήταν ασυγχώρητο να υποσκαφθεί, καθώς αυτός που θα την υπέσκαπτε θα ήταν ακατάλληλος για την τελειότητα. Ένα μικρόβιο που θα έπρεπε να εξαλειφθεί ή να αναπροσαρμοστεί για να μην απειλήσει και την τελειότητα των υπολοίπων. Το τέλειο μπορεί μονάχα, αφού επιτεύχθηκε να αναπαρασταθεί. Η πίπα του Magritte στην Ουτοπία που εξετάζουμε θα είναι σίγουρα μια Πίπα και τίποτα λιγότερο.[i]             

Στην παρούσα κριτική της ουτοπίας από την σκοπιά του Πολιτικού της Chantal Mouffe, εξετάζουμε και εκείνες τις ουτοπίες που ο Russell Jacoby στο έργο του «Ασαφής εικόνα» ονομάζει σκιαγραφηματικές ουτοπίες, για να τις αντιδιαστείλει στις εικονοκλαστικές ουτοπίες. Οι πρώτες σκιαγραφούν ως και την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής των ουτοπικών κατοίκων τους, ενώ οι δε αγγίζουν ιδέες που παραδοσιακά συνδέονταν με την Ουτοπία - αρμονία, ελεύθερο χρόνο, ειρήνη, απόλαυση- αλλά αντί να πουν λεπτομερειακά τι θα ήταν κράτησαν απλά τα αυτιά τους ανοικτά σε αυτήν. (Jacoby,2008:39)                

Πόσο εφιαλτικό θα ήταν αν πράγματι αυτές οι ουτοπικές συλλήψεις, με τις λεπτομερειακές περιγραφές τους, με την σκιαγράφηση κάθε ίντσας γης, κάθε συμπεριφοράς, κάθε ώρας και στιγμής της ζωής, συναντιόντουσαν με την πραγματικότητα. Αν τα σπίτια ήταν γυάλινες κατασκευές, ορατές από όλους, όπως αυτές που περιγράφει ο Yevgeny Zamyatin και κάθε πτυχή της ζωής οριζόταν από έναν Πίνακα Ωρών Υπηρεσίας; Θυμίζει τα χωριά εκείνα των Ιησουητών που περιέγραφε ο Foucault σε ένα κείμενό του για τις ετεροτοπίες, όπου η καθημερινή ζωή των ανθρώπων δεν ρυθμιζόταν με τη σφυρίχτρα αλλά με την καμπάνα. Η έγερση ήταν προγραμματισμένη για όλους την ίδια ώρα, η δουλειά ξεκινούσε την ίδια ώρα για όλους. Τα γεύματα ήταν το μεσημέρι και στις πέντε η ώρα. Έπειτα, υπήρχε ώρα ύπνου και τα μεσάνυχτα υπήρχε το λεγόμενο συζυγικό ξύπνημα, δηλαδή όταν χτυπούσε η καμπάνα του μοναστηριού, καθένας εκπλήρωνε το καθήκον του.             

Ωστόσο δεν είναι μονάχα αυτές οι κατηγορίες που εντάσσονται σε αυτήν την κριτική. Πολλοί θεωρητικοί της ουτοπίας για να διασώσουν την ουτοπική παράδοση, κάνουν έναν διαχωρισμό ανάμεσα στις ουτοπίες. Είδαμε τον διαχωρισμό που κάνει ο Russell Jacoby. Από μια άλλη σκοπιά, ο Λιούις Μαμφροντ στο κλασσικό του έργο «Η ιστορία των Ουτοπιών» διαχωρίζει τις ουτοπίες φυγής από τις ουτοπίες ανασυγκρότησης. Συγκρίνει τις Καρβουνουπόλεις ή τα Εξοχικά Σπίτια (Μάμφροντ, 1998:160) που απλά βελτιώνουν ένα κακό παρόν, αλλά δεν μπορούν να ξεφύγουν από το τεχνοοικονομικό πλαίσιο της εποχής τους, με τις ουτοπίες της απόλυτης ανατροπής, που δεν μετασχηματίζουν μόνο τον κόσμο, μα και τον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτές τις τελευταίες προτιμά και εκθειάζει ο Μάμφορντ. Ωστόσο, πολύ αργότερα και μετά τους καταστροφικούς πολέμους τους 20ου αιώνα, αναθεώρησε απολογητικά: «Ζούσα ακόμα στο ελπιδοφόρο πνεύμα μιας παλαιότερης εποχής» .             

Για τις ουτοπίες που εξετάζουμε δεν αρκούν αυτοί οι διαχωρισμοί. Σε αυτή την εργασία εξετάζουμε όλες εκείνες τις συλλήψεις που είτε διεκδικήθηκαν και απέτυχαν, είτε έμειναν θεωρητικές επινοήσεις, υποθέτουν τη δυνατότητα ενός τέλειου κόσμου, πλήρως συμβολοποιημένου, όπου ο ανταγωνισμός έχει εκλείψει, η Αλήθεια έχει βρεθεί  και η συλλογική ευτυχία έχει         επιτευχθεί. Στις ουτοπίες μας η Τέχνη αν δεν περιορίζεται σε έναν αυστηρό ρεαλισμό που αναδεικνύει την ρώμη του καθεστώτος, κρίνεται έκνομη, ενώ αλήθειες ασύλληπτες, ατιθάσευτες που προκαλούν μια δυσπιστία στο Υποκείμενο της ουτοπίας, παρακάμπτονται, αγνοούνται, συγκαλύπτονται. Γι’ αυτό και ο Zamyatin βάζει τον πρωταγωνιστή του να βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία, για τη μαθηματικά ανεξημέρωτη  τετραγωνική ρίζα του -1 και να καταλήγει να αποζητά την φαντασιεκτομή που θα τον απελευθερώσει από όλα αυτά τα προβλήματα. Την ίδια μοίρα - συγκάλυψης κάθε απροσάρμοστης στα μέτρα της ουτοπίας αλήθεια -  φαντάζομαι θα έχουν και το Δήλιο πρόβλημα ή η Τριχοτόμηση της γωνίας.               

Αυτόν τον αδύνατο και επικίνδυνο ουτοπικό ολοκληρωτισμό  θα καταδείξουμε, χρησιμοποιώντας την έννοια  του Πολιτικού όπως την ορίζει στο έργο της «Επί του Πολιτικού» η Chantal Mouffe, που εκκινεί από το ανεκρίζωτο της ανθρώπινης ανταγωνιστικότητας και την ανάγκη ύπαρξης ενός αντιπάλου για την ακίνδυνη κινητοποίηση των συλλογικών παθών. Η Chantal Mouffe βάλλει εναντίον των ουτοπικών συλλήψεων όσο και των μεταπολιτικών διακηρύξεων, υπερασπιζόμενη ένα μοντέλο ριζοσπαστικής δημοκρατίας, όπου συλλογικότητες συναρθρώνουν ενδεχομενικά λόγους που διεκδικούν την Ηγεμονία και τη χάραξη του Πολιτικού. Η αγωνιστική δημοκρατία της Chantal Mouffe μετατρέπει τον εμπόλεμο διαχωρισμό Φίλος/Εχθρός του Σμιτικού Πολιτικού, σε ένα αγωνιστικό μοντέλο αντιπαράθεσης μεταξύ αντίπαλων κοινωνικών ομάδων, που διεκδικούν μέσω ηγεμονικών συναρθρώσεων, τον επανορισμό της κοινωνίας  μέσα από την κατάληψη του Πολιτικού. Το Πολιτικό της Mouffe προσιδιάζει όπως θα δούμε, στο Πραγματικό του Λακαν, όπως το περιγράφει στο έργο «Ο Λακάν και το Πολιτικό» ο Γιάννης Σταυρακάκης, που έρχεται να επισφραγήσει το σχέδιο της ριζοσπαστικής δημοκρατίας από τη ψυχαναλυτική σκοπιά. Αυτό το Πολιτικό, ως η στιγμή της απόφασης επαναθέσμισης της κοινωνίας, φαίνεται από ψυχαναλυτική σκοπιά εν τέλει αδύνατον να επιτευχθεί και επομένως ο κοινωνικός ανταγωνισμός είναι ασταμάτητος. Κανένα ουτοπικό τέλος δεν είναι δυνατό να υπάρξει.        

Σε αυτήν ωστόσο τη σύλληψη που θεμελιώνεται πάνω σε μια ανθρωπολογική βάση που βρίσκει στήριγμα στη ψυχανάλυση και θεωρεί τον άνθρωπο φύσει ανταγωνιστικό, θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε εισαγωγικά τον Constant και το έργο του «Νέα Βαβυλώνα», χρίζοντάς τον για λίγο εκπρόσωπο της ουτοπικής ιδέας και επιφορτισμένο με την υποχρέωση της ανταπάντησης σε αυτόν τον διάλογο. Η Νέα Βαβυλώνα του Constant μπορεί να αποτελέσει τον αντιπρόσωπο των ουτοπικών για να αρθρώσει έναν λόγο που θα τους δικαιώνει, προβάλλοντας αντιστάσεις στην ριζοσπαστική δημοκρατία της Chantal Mouffe, κρίνοντάς την ως σύλληψη που διατηρεί ένα status quo, και στηριζόμενη σε μια δυσοίωνη ανθρωπολογική υπόθεση, ναι μεν  ριζοσπαστικοποιεί τους υπάρχοντες θεσμούς για να εκδηλώσει ακίνδυνα αυτήν την ανθρώπινη επιθετικότητα, με συνέπεια ωστόσο τη θυσία της ουτοπίας. Η Μouffe, ίσως έλεγε ο Constant, αδυνατεί, φοβάται να διεκδικήσει μια ουτοπία.                

Ο Constant Anton Nieuwenhuys δημιούργησε αντίθετα την αρχιτεκτονικής βαρύτητας ουτοπία της Νέας Βαβυλώνας. Μια ουτοπία όπου ο Homo Faber, o άνθρωπος εργάτης, με όλους τους περιορισμούς στον χώρο, τον χρόνο, τις κοινωνικές σχέσεις που επιφέρει στην ζωή του, η οργάνωσή της με βάση την παραγωγή, έχει ξεπεραστεί. Η αυτοματοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κοινωνικός τους έλεγχος, έχουν απελευθερώσει τη δημιουργικότητα που δέσμευε η κοινωνία της χρησιμότητας (βιομηχανική κοινωνία) και τον Homo Faber που σε όλη του τη ζωή εκπαιδευόταν για να ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Αυτή η απελευθέρωση έχει ως συνέπεια την καταστροφή όλων των διαχωριστικών γραμμών που επέβαλλε η πρότερη κατάσταση (ενδοκοινωνικές ανισότητες, κρατικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις).               

Η Utilitarian society (κοινωνία της χρησιμότητας) έχει γίνει Ludic Society (κοινωνία του παιχνιδιού) και ο Homo Faber στην Νέα Βαβυλώνα έχει μετατραπεί σε Homo Ludens[ii], στον άνθρωπο που παίζει και διαρκώς μετασχηματίζει. Ο σταθερός κόσμος της πόλης και της χώρας έχει μετατραπεί σε ένα παγκόσμιο ατελείωτο δίκτυο, που αποτελείται από ΤΟΜΕΙΣ- κτήρια των οποίων το εσωτερικό (χώρος, ατμόσφαιρα, κλίμα), είναι τόσο ρευστό. Στη διαμόρφωση κάθε τομέα κάθε μεμονωμένος άνθρωπος έχει λόγο ανα πάσα στιγμή.    

Η Νέα Βαβυλώνα δεν τελειώνει πουθενά (αφού η γη είναι στρόγγυλη)˙ δεν γνωρίζει σύνορα (αφού δεν υπάρχουν πλέον εθνικές οικονομίες) ή συλλογικότητες (αφού η ανθρωπότητα διακυμαίνεται). Κάθε τόπος είναι προσβάσιμος στον καθένα και σε όλους. Ολόκληρη η γη γίνεται το σπίτι των ιδιοκτητών της. Η ζωή είναι ένα ατελείωτο ταξίδι σε έναν κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα που πάντα μοιάζει άλλος. (Constant, New Babylon:9)       

Ο Constant, μιλά για ένα άνθρωπο νομά, δίχως χώρο και σταθερή κατοικία, που διαρκώς κινείται, που δεν εκπαιδεύεται, αλλά μαθαίνει δημιουργώντας. Είναι ένας άνθρωπος μόνος, που συνυπάρχει και αλληλεπιδρά εντός του χώρου, με τους συνευρισκομένους σε αυτόν, όπου η ιδέα της ελευθερίας γίνεται η αληθινή εφαρμογή της ελευθερίας στην πράξη - μια «ελευθερία» που δεν είναι η επιλογή ανάμεσα σε πολλές εναλλακτικές αλλά η βέλτιστη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του κάθε ανθρώπου, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ελευθερία χωρίς δημιουργικότητα. Η ελευθερία του Constant είναι ελευθερία του ατόμου από την κοινωνία, που σταθεροποιεί το άτομο και το παραγεμίζει με γνώσεις που ωφελούν το σύνολο έναντι της ατομικής δημιουργικότητας. Το άτομο ολοκληρώνεται όχι μέσα από την παραγωγή, εξανθρωπίζεται όχι μέσα από την εργασία, αλλά από την απελευθέρωσή του από αυτήν. Εδώ έχουμε την διαφορά του Constant από τους ουτοπικούς και κυρίως τους δυστοπικούς συγγραφείς που εμείς θα εξετάσουμε. Γι’ αυτούς το άτομο είναι ένα απειροελάχιστο και αντικαταστάσιμο εξάρτημα μιας πελώριας μηχανής. Η ελευθερία θυσιάζεται στην ισότητα. Αυτός ο διάλογος είναι που κάνει την ουτοπία σημαντική. Ο διάλογος μεταξύ ισότητας και ελευθερίας. Ας επιστρέψουμε όμως στον Constant, για να ολοκληρώσουμε αυτό το εισαγωγικό επιχείρημα.                   

Ο ανταγωνισμός στη Νέα Βαβυλώνα του εκδηλώνεται δημιουργικά με αυτό το ατομικό δικαίωμα έκφρασης στον χώρο. Ένας χώρος κοινωνικός και δημόσιος, που διαρκώς δομείται και αποδομείται, θεμελιώνεται και καταστρέφεται αενάως, από τον άνθρωπο.  Αυτός είναι ο Homo Ludens. Άνθρωπος που καταστρέφει, δημιουργώντας μέσα από τον διαρκή μετασχηματισμό του υπάρχοντος. Το πραγματικό συνεχίζει να παραμένει άφατο, μα διεκδικείται ατομικά.   

Ο Constant μπορεί να αποτελέσει τον αντίπαλο της Mouffe σε αυτόν τον διάλογο για δυο λόγους. Κατ’ αρχάς διότι προβάλλει μια παγκόσμια κοινωνία των ατόμων και έπειτα διότι αμφισβητεί την ανθρωπολογική βάση από την οποία ξεκινά η Mouffe.               

Σχετικά με την πρώτη ένσταση, η Mouffe που έχει αντιπαρατεθεί στο έργο της «Επί του Πολιτικού» σε όλους όσους διατείνονται τη δυνατότητα μιας κοσμοπολίτικης κοινωνίας, ενός κοσμοπολίτικου Ουτοπισμού[iii], που έχει ξεπεράσει τους κρατικούς διαχωρισμούς και τις παρωχημένες μεθόδους συλλογικής διεκδίκησης, θα απαντούσε πως η διαμόρφωση μιας τάξης πέρα από την ηγεμονία …δε θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας ηγεμονίας μιας δύναμης που θα είχε καταφέρει να συγκαλύψει την κυριαρχία της ταυτίζοντας τα συμφέροντά της με τα συμφέροντα της ανθρωπότητας (Mouffe, 2010:13), ενώ θα μπορούσε να παραθέσει ένα απόσπασμα από το έργο του Carl Schmitt «Η έννοια του Πολιτικού»:               

Σε ποιον θα ανήκει η φοβερή εξουσία η οποία είναι συνδεμένη με έναν περιβάλλοντα ολόκληρη τη γη οικονομικό και τεχνικό συγκεντρωτισμό; Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί δια της ελπίδας ότι τότε «όλα θα γίνονται μόνα τους»… και μια κυβέρνηση ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους θα είναι τελείως περιττή, επειδή οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι.(Schmitt, 2008:89)   

ενώ ο ατομοκεντρισμός είναι μια χίμαιρα.              

Ποια όμως είναι η ανθρωπολογική βάση από την οποία ξεκινά; Είναι εδώ που μπορούμε να βρούμε το κοινό σημείο των Ουτοπικών. Ο Constant πιστεύει στον καλό άνθρωπο, θεωρεί πως το ένστικτο της επιθετικότητας είναι προϊόν της εποχής της χρησιμότητας (βιομηχανική εποχή), και αμφισβητεί την καθολική και διαχρονική ισχύ της ψυχαναλυτικής θεωρίας από την οποία εκκινεί η Mouffe, όταν αναφέρει πως η αντίσταση της πολιτικής θεωρίας στην ψυχανάλυση είναι ακόμα πολύ ισχυρή και τα διδάγματά της για το ανεκρίζωτο του ανταγωνισμού δεν έχουν ακόμα αφομοιωθεί. (Mouffe, 2010:9).            
Για τον Constant η ψυχανάλυση σχετικά με την «επιθετικότητα»…. πηγαίνει τόσο μακριά, μέχρι και να ορίσει ένα «ένστικτο» επιθετικότητας. Η περιοχή μελέτης όμως βρισκόταν περιορισμένη στον άνθρωπο που παλεύει για την επιβίωσή του, στον άνθρωπο που εμπλέκεται μέχρι τώρα, κι αυτός όπως και άλλα είδη, σε αυτή την πανάρχαια μάχη.                

Εν ολίγοις η ψυχανάλυση αφορά στον άνθρωπο της χρησιμότητας και η επιθετικότητα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με αυτή την εποχή που δημιουργεί συνεχώς απωθημένα.
Η επιθετικότητα για τον Constant είναι απλά η χαλιναγωγημένη από την εκπαίδευση φαντασία, η οποία ακόμα και όταν της δίνεται η δυνατότητα να αποκαλυφθεί -όταν το κυνήγι της επιβίωσης παύει να βασανίζει τον άνθρωπο- δεν μπορεί να το κάνει γιατί είναι δέσμια μιας ανεπίστρεπτης καταπιεσμένης φαντασίας. Η επιθετικότητα των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων δικαιολογείται ακριβώς έτσι:

Η αντικειμενική αδυνατότητα της πραγματοποίησης μιας δημιουργικής ζωής εντός της κοινωνίας της χρησιμότητας, που είναι βασισμένη στην καταπίεση της δημιουργικότητας αλλά παρόλα αυτά περιέχει όλες τις συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξή της, μας επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί η επιθετικότητα διαχωρίζεται από τον αγώνα για την επιβίωση. Στη σύγχρονη κοινωνία, η ευκατάστατη τάξη από μόνη της δεν μπορεί να δράσει με δημιουργικό τρόπο, και είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό ότι νοιώθει περισσότερο απογοητευμένη από ότι οι μάζες, οι οποίες δεν κατέχουν τίποτα άλλο εκτός από τον αγώνα για την μελλοντική τους ελευθερία. Με το στόχο αυτών των αγώνων να είναι ο μετασχηματισμός της υπάρχουσας κοινωνίας, η ίδια η πάλη είναι δημιουργία.       

Για τον Constant η επιθετικότητα μετατρέπεται σε δημιουργικότητα γιατί έχουν πάψει να υπάρχουν δυο πράγματα: Η οργάνωση της ζωής γύρω από την παραγωγή για την κάλυψη των βασικών ανθρωπίνων αναγκών - που έχει ως συνέπεια την απελευθέρωση του ατόμου στον χώρο, τον χρόνο, τις σχέσεις και την απελευθέρωση της δυνατότητας να δημιουργήσει - και δεύτερον η εκπαίδευση που χαλιναγωγεί την φαντασία και τη δημιουργία. Στη δική του κοινωνία της αφθονίας, ο άνθρωπος αποφεύγει την παγίδα της βιομηχανικής εκπαίδευσης  και μαθαίνει δημιουργώντας. Ο Homo Ludens είναι απελευθερωμένος από το κυνήγι της επιβίωσης, όσο και από τα κατάλοιπα μιας κοινωνίας, που θα του στερούσαν τη φαντασία. Ο Constant εδώ φαίνεται να επινεύει την κριτική που κάνει ο  Λιούις Μάμφορντ στο έργο του «Η ιστορία των ουτοπιών», τόσο στον Μαρξισμό όσο και στο έργο του Edward Bellamy, «Κοιτάζοντας πίσω», κρίνοντάς τις συλλήψεις τους ως «Καρβουνουπόλεις», δηλαδή ως απλά βελτιωμένες ουτοπίες αναδιάρθωσης που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την εποχή της βιομηχανίας.   

Αυτός ο αμφίρροπος διάλογος μεταξύ των διαφωνούντων μερών υπάρχει καθ’ ότι οι δυο εκκινούν από διαφορετική βάση. Οι Ουτοπικοί βλέπουν τη δυνατότητα μιας κοινωνίας που δεν γνωρίζει πλέον τον αγώνα για διαβίωση,(όπου) ο ανταγωνισμός εξαφανίζεται σε ατομικό και σε ομαδικό επίπεδο. Οι φραγμοί και τα σύνορα εξαφανίζονται επίσης. Είναι ανοιχτός ο δρόμος για την ανάμιξη των πληθυσμών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα και την εξαφάνιση των φυλετικών διαφορών και την συγχώνευση των πληθυσμών σε μια νέα φυλή, την παγκόσμια φυλή (Constant, 1974:20).               

Οι ουτοπικοί στηρίζονται στο Υποκείμενο του Cogito, ένα δυνάμει ορθολογικό ον, του οποίου η ανορθολογικότητα προκύπτει από τις κοινωνικές κατασκευές που αναπαράγονται αστόχαστα και αυτόματα από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι παράλληλα και προϊόν και παραγωγός της κοινωνίας, αλλά νιώθω μόνο το πρώτο. Η Mouffe  η οποία εκκινεί από τον Carl Schmitt και στην πορεία της βρίσκει αρωγό την ψυχανάλυση, θεμελιώνει τη θεωρία της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, πάνω στο ανεκρίζωτο του κοινωνικού ανταγωνισμού, τα συλλογικά πάθη και την αδυνατότητα επίτευξης όχι μιας τέλειας κοινωνίας, μα της κοινωνίας εν γένει. Έτσι καταλήγει να απορρίπτει κάθε ουτοπικό σχέδιο ως αδύνατο.   

Κατανοούμε λοιπόν πως αυτή η εργασία θα μπορούσε να αποτελέσει μια κριτική των ουτοπικών συγγραφέων στην σύλληψη του Πολιτικού από την Chantal Mouffe ή μια κριτική της Mouffe στην αδυνατότητα επίτευξης της ουτοπίας και στις υπεραισιόδοξες ψευδαισθήσεις των ουτοπικών συλλήψεων, καθώς και σε όσους θεωρητικούς ευαγγελίζονται ή πιστοποιούν το τέλος του Πολιτικού, το τέλος της σύγκρουσης, το τέλος της Ιστορίας - για να δανειστούμε την περιβόητη φράση από τον Francis Fukuyama. 

Θα είναι το δεύτερο.        Όχι για να δημιουργήσουμε μια καταστροφική ισοπέδωση των ουτοπικών συλλήψεων. Αντιθέτως, θεωρούμε πως οι ουτοπίες είναι απαραίτητες στην πορεία της Κοινωνικής ζωής, που διεκδικεί να βελτιώσει τις συνθήκες του παρόντος, να φανταστεί έναν κόσμο πιο ίσο και πιο ελεύθερο. Η φαντασίωση της Ουτοπίας ακόμα και αν δεν μπορεί να επιτευχθεί είναι απαραίτητη για την εξέλιξη της ιστορίας. Γι’ αυτό και ενστερνίζομαι τον διαχωρισμό του Rusell Jacoby,  που ξεχωρίζει τις σκιαγραφηματικές ουτοπίες από τις εικονοκλαστικές. Την ουτοπία θα την υπερασπιστούμε ως γνήσιοι ουτοπικοί. Για να το κάνουμε ωστόσο θα πρέπει να την αποκαθάρουμε από ορισμένα στοιχεία που επιτρέπουν στους επικριτές της να την μέμφονται με την αιτίαση του «ολοκληρωτισμού».  Ο Λούις Μάμφορντ αναφέρει πως «οι άνθρωποι τελικά κατοικούν στα μέγαρα των ουτοπιών τους», ωστόσο όπως μας συνιστά ο Jacoby, αυτά τα μέγαρα θα ήταν προτιμότερο να τα αφήσουμε ημιτελή, να μην τα περιγράψουμε καθόλου, να διεκδικήσουμε τα όνειρά μας και να τα σχηματίζουμε καθ΄οδόν, ώστε όταν διαπιστώνουμε την αδυναμία τους να μας ικανοποιούν, πάντα να έχουμε τη δυνατότητα να τα αλλάζουμε.      
Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως οι ουτοπίες είναι απαραίτητο και να συλλαμβάνονται και να διεκδικούνται, αρκεί να υπάρχει μέσα τους το στοιχείο της αμφιβολίας. Αρκεί να γίνει κοινός τόπος, η αδυνατότητα να συλληφθεί το Πραγματικό στην Πληρότητά του και να εξαλειφθεί το Πολιτικό ως σύγκρουση, με την Κοινωνία να γίνεται ένας τόπος διαχείρισης πραγμάτων και όχι σύγκρουσης και επανακαθορισμού του κοινωνικού. Η ουτοπία είναι απαραίτητη μόνο όταν εξ αρχής επιτρέπει στην επόμενη να γεννηθεί.        

Στην κριτική μας αρωγοί θα σταθούν κάποιοι δυστοπικοί συγγραφείς, που συνειδητοποίησαν τον ακρωτηριασμό που επιβάλλουν οι ουτοπίες στους κατοίκους τους, όταν απαγορεύουν την αμφισβήτηση, καθώς και τον βαθμό στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να εσωτερικεύσει έναν κυρίαρχο λόγο. Ο μέσος κάτοικος της ουτοπίας, για τους δυστοπικούς είναι ένα ον μέτριο, μηχανικά κινούμενο εντός ενός κράτους Λεβιάθαν. Θυσίασε την αγωνία και το άγχος που επιφέρει η ανάγκη να επινοήσει μονάχος του τη ζωή και την ελευθερία του, στην ασφάλεια της προκαθορισμένης θέσης που του επιφυλάσσει η ουτοπία. Είναι μια θέση ίδια με όλες τις άλλες. Και αν πολλές φορές το κοστούμι που επιφυλάσσει η ουτοπία για τους κατοίκους της είναι ραμμένο ακριβώς στα μέτρα τους, υπάρχουν στιγμές που είναι μικρότερο και προκαλεί δυσφορία. Και σε αυτόν που δυσφορεί από τον πολιτισμό, που υποφέρει και δεν μπορεί να συνεχίσει εντός του, εστιάζουν οι δυστοπίες. Πόση ελευθερία επιτρέπει η ουτοπία στους κατοίκους της, τι τους δίνει και τι τους στερεί; Την αρχή σε αυτόν τον προβληματισμό, την κάνει ο Ντοστογιέφσκι. Στο Υπόγειο και στον Μέγα Ιεροεξεταστή θίγει τα ζητήματα με τέτοια μαεστρία και τέτοια ένταση που ο απόηχος των γραπτών του ακούγεται καθαρά στα γραπτά των δυστοπικών και κυρίως στο «Εμείς» του Yevgeny Zamyatin, ο οποίος υπήρξε η λογοτεχνική βάση τόσο για το ιδιαίτερο «1984» του Orwell, όσο και για τον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» του Aldous Huxley. Ο Zamyatin,ο Orwell,ο Huxley, o Ray Bradbury στο «fahrenheit 451», ο Fritz Lang στην ταινία «Metropolis», o Λάνθιμος στον Κυνόδωντα, πραγματεύονται το ίδιο πράγμα.  Τον Ολοκληρωτισμό όσων αλαζονικά κηρύττουν την επίτευξη της πληρότητας. 

Μέσα από αυτό το μονοπάτι θα ασκήσουμε κριτική και σε αυτούς που μιλούν για τη Νεοφιλελεύθερη ουτοπία αδυνατώντας να δουν κάτι πέρα από αυτήν και θα αποκαθάρουμε την ουτοπία από το ολοκληρωτικό στοιχείο για να αποδείξουμε την αναγκαιότητά της σήμερα, σε μια κοινωνία που ο ηγεμονικός λόγος είναι τόσο ισχυρός που η φαντασία φθίνει, εκλείπει, μέσα στην αφθονία της ασημαντότητας και την έτοιμη εικόνα που προσφέρει ένας εμπορευματοποιημένος κόσμος.       

Σήμερα στην εποχή της αντικατεστημένης από την εικόνα φαντασίας, η ουτοπία είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Γιατί όπως μας θυμίζει η εισαγωγή του έργου του Λούις Μάμφορντ ένας χάρτης που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία, δεν αξίζει ούτε μια ματιά μας.  Αρκεί να μην σκιαγραφείται, να μην αναλύεται, μα να αποζητείται απλά ως μια επανάσταση που θα οδηγήσει σε άλλες νέες. Πώς μπορεί να υπάρχει τελική επανάσταση; Δεν υπάρχει τελική επανάσταση. Οι επαναστάσεις είναι άπειρες, λέει η ηρωίδα του Zamyatin. Αυτήν την ατελείωτη ουτοπία υποθέτω πως η Chantal Mouffe θα την καλωσόριζε.





[i] [i] Στο μυαλό μου έρχονται όλα αυτά τα έργα που διανέμονταν με samizdat, για να αποφύγουν την λογοκρισία της εποχής, όλα τα έργα που κατηγορήθηκαν ως παρακμιακά, ζημιογόνα για το κοινωνικό σύνολο και απαισιόδοξα, από ένα καθεστώς που διεκδικούσε τον τίτλο της Ουτοπίας, ή τουλάχιστον της απαραίτητης μετάβασης προς αυτήν. Και ένα καθεστώς σε μετάβαση προς την ουτοπία είναι το πλέον επικίνδυνο, καθώς στη θέση του κατηγορούμενου προς στέρηση της απόλαυσης της ουτοπίας πρέπει κάποιος να βρεθεί.  

[ii] «Στην πορεία του χρόνου καταλήξαμε να αναγνωρίσουμε πως δεν είμαστε τελικά τόσο λογικοί όσο μας φαντάσθηκε ο 18ος αιώνας με τη λατρεία του για το Λόγο και την αφελή του αισιοδοξία ως εκ τούτου η νεότερη συνήθεια κλίνει να ορίζει το είδος μας ως Homo Faber: Άνθρωπο Κατασκευαστή. Αλλά μολονότι το faber ενδέχεται να μην είναι τόσο αμφίβολο όσο το sapiens, είναι, ως χαρακτηριστική ονομασία της ανθρώπινης ύπαρξης, ακόμη πιο ακατάλληλη, όταν βλέπουμε πως πολλά ζώα είναι και αυτά κατασκευαστές. Υπάρχει, ωστόσο, μια Τρίτη λειτουργία, εφαρμόσιμη τόσο στην ανθρώπινη ζωή όσο και στη ζωή των ζώων και εξ ίσου σπουδαία όσο το λογίζεσθαι και το κατασκευάζειν – δηλαδή το παίζειν. Νομίζω πως μετά τον Homo Faber, και στο ίδιο επίπεδο με τον Homo Sapiens, ο Homo Ludens, ο Παίζων Άνθρωπος, αξίζει μια θέση στην ονοματολογία μας»            
                 
[iii] Στο έργο της «Επί του Πολιτικού» στους  M.Hardt και Α.Negri, Ν.Urbinati, David Held, J. Habermas, Urlich Beck, Daniele Archibugi, A. Giddens  κλπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου