Φασισμός: προς μια διττή εννοιολόγηση του φαινομένου

  γράφει η Μαρία Γραμμένου
  Στην προσπάθεια εννοιολόγησης του φασισμού βρισκόμαστε πάντα αντιμέτωποι με ένα δίπολο: στην μία άκρη του βρίσκουμε την οικονομική ερμηνεία, η οποία προσπαθεί να ορίσει τον φασισμό ως συνέχεια του καπιταλισμού και στην άλλη άκρη την ψυχολογική ερμηνεία, που δίνει έμφαση στην επιθυμία. Καμία μεμονωμένη επιλογή μεταξύ των δύο επιπέδων φαίνεται να μπορεί να μας προσφέρει μία ολοκληρωμένη θέαση της ουσίας του φαινομένου. Η πρώτη μάλλον δεν επαρκεί για να εξηγήσει την στήριξη από τα κάτω και την πρωτοφανή μαζικότητα που γνώρισαν τα φασιστικά και ναζιστικά κινήματα και η δεύτερη μοιάζει να μην μπορεί να αιτιολογήσει την αποτυχία του εθνικισμού και μάλλον να αγνοεί την αποδεδειγμένη σύνδεση του φασισμού με ισχυρές μερίδες του κεφαλαίου και συνεπώς χάνει μεγάλο μέρος της ταξικότητας του φαινομένου. Πιστεύουμε, συνεπώς, ότι για να πετύχουμε τον στόχο που θέσαμε ξεκινώντας, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να προσεγγίσουμε τα δύο επίπεδα αναλυτικά, αρχικά ως δύο ξεχωριστά πλευρές του αντικειμένου προς μελέτη (του φασισμού στην προκειμένη), και, έπειτα, να επιστρέψουμε στην επανασύνδεση των δύο πλευρών, ώστε να εμβαθύνουμε στην ουσία τους.(1)

  Ξεκινάμε αναφέροντας το συχνό επιχείρημα της κατάληψης της εξουσίας τόσο από τον Χίτλερ όσο και από τον Μουσολίνι μέσα από τα ηρωικά τους κατορθώματα ή μέσω νόμιμης εκλογικής διαδικασίας. Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι λανθασμένος. Και οι δύο ηγέτες καλλιέργησαν με μανία τέτοιου είδους αφηγήσεις των ιστορικών γεγονότων. Και οι δύο σε κάθε περίπτωση στηρίχτηκαν στον μεγαλύτερο βαθμό στην πολιτική αστάθεια που είχε δημιουργήσει η οικονομική κρίση της περιόδου. Όσο (και να μην ξεχνάμε) στην επιπολαιότητα των αριστερών κομμάτων που θεωρούσαν ιστορικά δεδομένη την άνοδό τους και στην αδυναμία τους να συσπειρώσουν ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού. Τα κυρίαρχα συντηρητικά κόμματα και στις δύο χώρες επέλεξαν συνειδητά την λύση συγκυβέρνησης με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ έναντι των αριστερών. Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο ευνοήθηκαν εξαιρετικά από την τύχη και από τις προσωπικές φιλοδοξίες των ηγετών των χωρών τους. Στην μεν Ιταλία ο βασιλιάς Βιτόριο Εμμανουέλε Γ’ παραχώρησε στον Μουσολίνι την θέση του επικεφαλής της κυβέρνησης φοβούμενος την εκθρόνισή του είτε από τον δούκα της Αόστα, φιλικά προσκείμενο προς τους φασίστες, είτε από κάποιον άλλο ανώτερο αξιωματικό του στρατού. Στην Γερμανία από την άλλη, με τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος του Χίτλερ να μειώνονται, όπως και η χρηματοδότηση, και οι αποσχίσεις από το κόμμα να αυξάνονται, ο Φραντς φον Πάπεν ευνοεί απροσδόκητα τον Χίτλερ θέλοντας να κερδίσει μία θέση στην εξουσία. Έτσι, πείθει τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ να καθαιρέσει τον καγκελάριο και στη θέση του να τοποθετήσει τον Χίτλερ, όπως και έγινε στις 30 Ιανουαρίου του 1933.
  Ο φασισμός ξεκάθαρα έδωσε μεγάλη ώθηση στο μεγάλο κεφάλαιο. Προγραμματικές δηλώσεις για κατάληψη των εργοστασίων στο όνομα του γερμανικού κράτους δεν σήμαιναν τίποτε άλλο, παρά την πλήρη παράδοσή τους στον Σύλλογο Γερμανών Βιομηχάνων. Τέτοιου είδους ασάφειες στον πολιτικό λόγο του Χίτλερ εξασφάλιζαν ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στο εκλογικό σώμα. Από τις πρώτες πολιτικές πράξεις ήταν η «εκκαθάριση» των εργατικών σωματείων, ο περιορισμός της αντιπολίτευσης, η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών οι οποίες παραδόθηκαν σε αντιπροσώπους των τραστ, αφού προηγουμένως εξυγιάνθηκαν οικονομικά, η φοροαπαλλαγή των μεγάλων επιχειρήσεων, η δημιουργία γραφειοκρατικών εμποδίων στους μικροκαλλιεργητές και στην δημιουργία μικρών επιχειρήσεων, η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των Υπουργών και οι σκανδαλώδεις διαπλοκές των δημόσιων έργων και κρατικών εξοπλισμών με τη βαριά βιομηχανία. (2)
  Όλα αυτά έγιναν δυνατά με τη συμβολή του παρα – κράτους, των ομάδων κρούσης των φασιστικών κομμάτων. Η σύνδεση με την ελληνική πραγματικότητα είναι περισσότερο από εμφανής. Τόσο οι ομάδες εθνικιστών που επιτίθενται σε μετανάστες (έχουν γίνει η λύση των εργοδοτών όταν οι πρώτοι ζητούν τα δεδουλευμένα τους) όσο και η δράση της αστυνομίας αποτελούν την κυρίαρχη πραγματικότητα. Η σχέση του παρακράτους με την αστική δημοκρατία και θέασή του ως αναγκαία στιγμή της τελευταίας, είναι ένα πεδίο της πολιτικής επιστήμης που σε μεγάλο βαθμό δεν έχει αναλυθεί. Μία προφανής σύνδεση μπορεί να είναι αυτή με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τη θεωρία του Giorgio Agamben. Όχι αρκετά πειστική, κατά τη γνώμη μας παρόλα αυτά. Και αυτό γιατί  θέση μας είναι ότι το παρακράτος παρεμβαίνει σίγουρα στις αρμοδιότητες του Κράτους (3), αλλά πάντα για να γεμίσει ένα κενό, έρχεται να καλύψει την καταστατική έλλειψη του Κράτους, υποθέτουμε, σε άμεση βία. Πρόκειται για ένα «αναγκαίο κακό» για ένα συμπλήρωμα του Κράτους(4). Η έννοια του συμπληρώματος έχει, φυσικά, τον χαρακτήρα προσθήκης (n+1, όπου n δηλώνει ολοκληρωμένη ενότητα). Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά, το Κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει αυτοτελώς. Η ίδια η ύπαρξή του, και ο ρόλος του στο πραγματικό επίπεδο, φανερώνουν την καταστατική έλλειψή του. Πρόκειται για αυτό που ο Derrida αποκαλεί «τύφλωση απέναντι στο συμπλήρωμα». Τα αναφέραμε όλα αυτά στην προσπάθειά μας να αποδείξουμε την άμεση σχέση του φασιστικού ολοκληρωτισμού με την αστική δημοκρατία. Αν κάνουμε την αντιστοίχηση του φασισμού με το παρακράτος, τότε σχετικά εύκολα μπορούμε να τον δούμε απλώς ως την άλλη όψη του νομίσματος της αστικής δημοκρατίας. Πράγμα που επίσης επιβεβαιώνεται και πρακτικά από τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία με την έμμεση εμπλοκή της Ε.Ε. και των Η.Π.Α. που πυροδότησαν την έκρηξη που γνωρίζουμε. Παρά τις διαπιστεύσεις τους για διαφύλαξη της δημοκρατίας, οι δύο δυνάμεις διάλεξαν και πάλι σε περίοδο κρίσης (κρίσης της ηγεμονίας τους αυτή τη φορά), να στηρίξουν τις ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, είτε χρηματοδοτώντας τες, είτε απλώς προωθώντας τες στο κοινοβούλιο της Ουκρανίας.(5)
  Όλα αυτά όμως τοποθετούνται στο μακροεπίπεδο. Η διαδικασία κυριαρχίας του φασισμού δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με την επιβολή «από τα πάνω» ή αποκλειστικά με όρους ταξικής συνείδησης. Ο φασισμός αποτέλεσε φαινόμενο βιομηχανικών χωρών, όταν οι ορθόδοξοι μαρξιστές ανέμεναν το αντίθετο. Για να ανακαλύψουμε τον λόγο για τον οποίο συνέβη αυτό θα πρέπει να εισάγουμε στην θεώρησή μας τον υποκειμενικό παράγοντα, να εξετάσουμε τα αποτελέσματα της κρίσης στην ψυχική οικονομία.
   Μία αρχική προσέγγιση μπορεί να κάνει λόγο για ασυμφωνία οικονομικής κατάστασης και ομαδικής ψυχικής δομής, όπου οι τελευταίες τείνουν να προσαρμόζονται με αργότερους ρυθμούς από τις πρώτες.(6) Αυτό το φαινόμενο αιτιολογείται από πολλούς μελετητές χρησιμοποιώντας τη σημασία του ρόλου της καταπίεσης της γενετήσιας ορμής και κατ’ επέκταση του ρόλου ενός βασικού κοινωνικού θεσμού, αυτού της οικογένειας. Πιο συγκεκριμένα, η καταστολή της παιδικής ερωτικής ορμής, δεν διαγράφεται, αλλά απωθείται από τον φόβο της τιμωρίας ή του ευνουχισμού. Έτσι, οι γενετήσιες ανάγκες αρχίζουν να υποδουλώνονται και ο μετασχηματισμός του ανθρώπινου θυμικού μετασχηματίζεται. Ειρήσθω εν παρόδω ότι αυτή η διαδικασία δεν συμπίπτει χρονικά με την διαμόρφωση του πολιτισμού, παρά αποτελεί μία κοινωνική κατασκευή. Συμπίπτει με την εμφάνιση της αυταρχικής πατριαρχικής κοινωνίας. Η καταστολή των ορμέμφυτων μέσω της απώθησης καταλήγει σε υποκατάστατα, όπως ο σαδισμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στρατοκρατία, η αισθησιακή έλξη της στολής που βασίζεται στην προαναφερθείσα  λογική του ερωτικού μηχανισμού (μπορούμε να την εντοπίσουμε σε παρελάσεις όσο και σε διαφημίσεις, τόσο στην περίοδο του μεσοπολέμου, όσο και σήμερα). 
   Όπως έχει αναφερθεί, το κοινό στοιχείο στο υπόβαθρο του φαινομένου της όξυνσης του φασισμού βρίσκεται στην κρίση στο επίπεδο της οικονομίας. Αυτή μετατρέπεται με μία περίπλοκη διαδικασία σε κρίση υποκειμενικότητας.(7) Η διαδικασία βασίζεται στην φετιχοποίηση του εμπορεύματος, όπου το χρήμα καταλήγει να ταυτίζεται με την επιθυμία και στην περίπτωση έλλειψής του, η εμπειρία μεταφράζεται σε διαταραχή του τρόπου υποκειμενοποίησης του ατομικού ή συλλογικού υποκειμένου. Βασικό ρόλο στην διατήρηση της επιθυμίας στο φαντασιακό επίπεδο παίζει η ίδια η φαντασίωση προβάλλοντας ένα επιθυμητό αντικείμενο ταύτισης για το ήδη διαιρεμένο υποκείμενο. Το ζήτημα σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι λόγω της έλλειψης ακόμα και του ίδιου του αντικειμένου (η ακόμη – ακόμη και της ίδιας της φετιχοποίησης, αν θέλετε) η ταύτιση αυτή δεν θα έρθει στην πραγματικότητα ποτέ.(8) Η φαντασίωση είναι και τότε παρούσα για να διαιωνίσει την επιθυμία του υποκειμένου και να προβάλλει μία αιτία για την αδυναμία ικανοποίησής της. Αν δεχτούμε αυτήν την απόδειξη της έννοιας της κλοπής της απόλαυσης, τότε αναγκαστικά θα δεχτούμε την ύπαρξη του Άλλου που την έκλεψε από εμάς και από τον οποίο καλούμαστε να την αναζητήσουμε. Η απώλεια του αντικειμένου της ταύτισης και της πλήρους ικανοποίησης λόγω της κατοχής του από τον Άλλο, ενισχύει την ελκυστικότητά του. Μία πρώτη βασική σύνδεση με την πολιτική πραγματικότητα διαφαίνεται ήδη. Η υπόσχεση για σύνδεση με μία υπερβατική καθαρή φυλετική ταυτότητα προσδίδει συνοχή στην ρηματική κατασκευή του πολιτικού λόγου. Ενώ, η διατήρηση αυτής της φαντασίωσης επιτυγχάνεται μέσα από την παραγωγή αποδιοπομπαίων  τράγων.
   Θα κλείσουμε θέλοντας να επισημάνουμε την επικίνδυνη στροφή στην πολιτική ατζέντα κυρίως των ευρωπαϊκών χωρών που επηρεάζεται πλέον άμεσα από τα ακροδεξιά κόμματα. Η κυριαρχία τους αποδεικνύεται από την ικανότητά τους να επιβάλλουν ένα νέο εννοιακό δίπολο στον πολιτικό λόγο που συνοψίζεται  στο «πολυπολιτισμικότητα – αντιμετανάστευση» ή όπως το θέτουν διαφορετικά «αντιεθνισμός – καπιταλισμός».


(1) Αναλυτικότερα στο http://bestimmung.blogspot.gr/2014/04/blog-post_27.html
(2) Αναλυτικότερα για τη σύγχυση στον πολιτικό λόγο του ναζιστικού κόμματος, δείτε στο: Ο Χίτλερ στην εξουσία, Henri Lefebvre, Αφήγηση.
(3) Για την οικονομία του επιχειρήματος θεωρούμε δεδομένη την μη ουδετερότητα του κρατικού μηχανισμού, αναλυτικότερα για το ζήτημα μπορείτε να δείτε  στο: Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, Εισαγωγή στην ανάλυση κοσμοσυστημάτων, Immanuel Wallerstein, Θύραθεν.
(4) Χρησιμοποιούμε την έννοια του συμπληρώματος χωρίς επαρκή περιγραφή, όπως αναφέρεται στο http://bestimmung.blogspot.gr/2013/10/derrida.html.
(5) Στο σημείο είναι καλό να διευκρινιστεί ότι σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζουμε την αστική δημοκρατία με τον φασισμό, απλώς αρνούμαστε την υπεριστορική εννοιολόγησή τους και για να τις ορίσουμε τις βλέπουμε σε συνάρτηση με τον εκάστοτε συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής.
(6) Από τις πρώτες προσεγγίσεις του φασιστικού φαινομένου από ψυχαναλυτική σκοπιά και με σημαντική επιρροή από τον Φρόυντ: Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, Βίλχελμ Ράιχ, Μπουκουμάνη.
(7) Αναλυτικότερα για στην διαδικασία αναφέρεται ο Ζίζεκ στο Υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Scripta.
(8) Για την απόδειξη της διαίρεσης του υποκειμένου και του αντικειμένου στην θεωρία του Λακάν μπορείτε να δείτε στο: Lacan and the political, Stavrakakis, Taylor & Francis.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου